- νησιωτόπουλο
- ο, θηλ. νησιωτοπούλααγόρι ή κορίτσι που κατοικεί σε νησί ή κατάγεται από νησί, νεαρός νησιώτης, νεαρή νησιώτισσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νησιώτης + υποκορ. κατάλ. -πουλο (πρβλ. βασιλό-πουλο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νησιωτόπουλο — το θηλ. πούλα νεαρός νησιώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek